Θεσσαλικά

Θεσσαλικά
Θεσσαλικός
chair
neut nom/voc/acc pl
Θεσσαλικά̱ , Θεσσαλικός
chair
fem nom/voc/acc dual
Θεσσαλικά̱ , Θεσσαλικός
chair
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θετταλικά — Θεσσαλικά , Θεσσαλικός chair neut nom/voc/acc pl Θεσσαλικά̱ , Θεσσαλικός chair fem nom/voc/acc dual Θεσσαλικά̱ , Θεσσαλικός chair fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλικάς — Θεσσαλικά̱ς , Θεσσαλικός chair fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλικάς — Θεσσαλικά̱ς , Θεσσαλικός chair fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Άγραφα — I Γεωγραφική (2.600 τ. χλμ.) και ιστορική περιοχή, προέκταση της νότιας Πίνδου. Οι κάτοικοί της είναι σκορπισμένοι σε 126 χωριά (που τα περισσότερα δεν είναι συγκεντρωμένοι οικισμοί, αλλά διάσπαρτα σπίτια και καλύβες). Συνορεύει στα Β με τον νομό …   Dictionary of Greek

  • Риан критский — ( Ρίανός) грамматик и поэт, живший во второй половине третьего века до Р. Х. Из его грамматических сочинений известна работа над Илиадой и Одиссеей , о которой много упоминаний в сколиях к Гомеру. Как александрийский поэт, он был автором ученых… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • РИАН —    • Rhiānus,          ΄Ριανός, из Бены на острове Крите, друг и товарищ Эратосфена, эпический поэт и грамматик, ок. 276 195 гг. до Р. X., в молодых годах раб и сторож в школе борьбы. Из его произведений упоминаются Ήράκλεια, Άχαϊκά, Θεσσαλικά и… …   Реальный словарь классических древностей

  • άλλιξ — ἄλλιξ ( ικος), η (Α) 1. αντρικό πανωφόρι 2. πορφυρή χλαμύδα 3. είδος πόρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές τής Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο… …   Dictionary of Greek

  • βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …   Dictionary of Greek

  • θεσσαλικός — ή, ό (ΑΜ θεσσαλικός, ή, όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα») αρχ. φρ. 1. «θεσσαλικὸν ἔδος» είδος καθίσματος ή ανακλίντρου 2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”